Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποπτεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
υποδύομαι
-
υποσχομαι
-
ερωτεύομαι
-
υποδέχομαι
)
Συνώνυμα
αμφιβάλλω
δυσπιστώ
καταφρονώ
3
Αντώνυμα
εμπιστεύομαι
πιστεύω
βεβαιώνομαι
3
Ορισμός
Να έχω αμφιβολίες ή δυσπιστία για κάποιον ή κάτι.
Να θεωρώ κάποιον ύποπτο ή πιθανό ένοχο για κάτι.
2
Παραδείγματα
Υποπτεύομαι ότι ο Γιάννης με εξαπατά.
Οι αρχές υποπτεύονται τον κύριο Δημητρίου για την κλοπή.
2