1. Λέξη
    υποπτεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: υποδύομαι - υποσχομαι - ερωτεύομαι - υποδέχομαι)
  2. Συνώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • δυσπιστώ
    • καταφρονώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμπιστεύομαι
    • πιστεύω
    • βεβαιώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχω αμφιβολίες ή δυσπιστία για κάποιον ή κάτι.
    • Να θεωρώ κάποιον ύποπτο ή πιθανό ένοχο για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Υποπτεύομαι ότι ο Γιάννης με εξαπατά.
    • Οι αρχές υποπτεύονται τον κύριο Δημητρίου για την κλοπή.
    2