Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπόσχομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
υποσχομαι
-
υποδέχομαι
-
υπόσχεση
)
Συνώνυμα
διαβεβαιώνω
εγγυώμαι
υπογράφω
3
Αντώνυμα
αποποιούμαι
αρνούμαι
αποκηρύσσω
3
Ορισμός
Δίνω λόγο ή εγγύηση ότι κάτι θα γίνει ή θα πραγματοποιηθεί.
Αναλαμβάνω την ευθύνη να εκπληρώσω μια υποχρέωση ή μια υπόσχεση.
2
Παραδείγματα
Σου υπόσχομαι ότι θα έρθω στην ώρα μου.
Ο πολιτικός υπόσχεται βελτίωση της οικονομίας.
2