1. Λέξη
    υπόσχομαι (ρήμα) - (παρόμοια: υποσχομαι - υποδέχομαι - υπόσχεση)
  2. Συνώνυμα
    • διαβεβαιώνω
    • εγγυώμαι
    • υπογράφω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποποιούμαι
    • αρνούμαι
    • αποκηρύσσω
    3
  4. Ορισμός
    • Δίνω λόγο ή εγγύηση ότι κάτι θα γίνει ή θα πραγματοποιηθεί.
    • Αναλαμβάνω την ευθύνη να εκπληρώσω μια υποχρέωση ή μια υπόσχεση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σου υπόσχομαι ότι θα έρθω στην ώρα μου.
    • Ο πολιτικός υπόσχεται βελτίωση της οικονομίας.
    2