1. Λέξη
    υποστηρικτικός (επίθετο) - (παρόμοια: υποστηρικτής - υποστηρίξω - υποθετικός - υποστηρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • βοηθητικός
    • ενισχυτικός
    • υποστηρίζων
    3
  3. Αντώνυμα
    • εχθρικός
    • αντιμαχόμενος
    • αντιτιθέμενος
    3
  4. Ορισμός
    • που προσφέρει βοήθεια ή στήριξη
    • που ενισχύει ή υποστηρίζει κάποιον ή κάτι
    • που δείχνει συμπάθεια ή αλληλεγγύη
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο υποστηρικτικός του ρόλος ήταν καθοριστικός για την επιτυχία της ομάδας.
    • Είχε πάντα υποστηρικτική στάση απέναντι στους φίλους του.
    • Οι υποστηρικτικές δηλώσεις του βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες.
    3