Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποστηρικτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
υποστηρικτής
-
υποστηρίξω
-
υποθετικός
-
υποστηρίζω
)
Συνώνυμα
βοηθητικός
ενισχυτικός
υποστηρίζων
3
Αντώνυμα
εχθρικός
αντιμαχόμενος
αντιτιθέμενος
3
Ορισμός
που προσφέρει βοήθεια ή στήριξη
που ενισχύει ή υποστηρίζει κάποιον ή κάτι
που δείχνει συμπάθεια ή αλληλεγγύη
3
Παραδείγματα
Ο υποστηρικτικός του ρόλος ήταν καθοριστικός για την επιτυχία της ομάδας.
Είχε πάντα υποστηρικτική στάση απέναντι στους φίλους του.
Οι υποστηρικτικές δηλώσεις του βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες.
3