Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποστηρίξω (ρήμα) - (παρόμοια:
υποστηρίζω
-
υποστηρίξουμε
-
υποστηρίζομαι
-
υποστηρικτής
-
υποστώ
-
υποστηρικτικός
)
Συνώνυμα
υποστηρίζω
υπερασπίζομαι
στηρίζω
υποστήριξη
4
Αντώνυμα
καταδικάζω
αποδοκιμάζω
αντιτίθεμαι
3
Ορισμός
Να δώσω στήριξη ή βοήθεια σε κάποιον ή κάτι.
Να υπερασπιστώ μια άποψη ή θέση.
Να παρέχω οικονομική ή ηθική στήριξη.
3
Παραδείγματα
Θα υποστηρίξω τον φίλο μου στην προσπάθειά του να βρει δουλειά.
Ο δικηγόρος θα υποστηρίξει τον πελάτη του στο δικαστήριο.
Η εταιρεία υποστηρίζει οικονομικά διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
3