1. Συνώνυμα
    • υποστηρίζω
    • υπερασπίζομαι
    • στηρίζω
    • υποστήριξη
    4
  2. Αντώνυμα
    • καταδικάζω
    • αποδοκιμάζω
    • αντιτίθεμαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να δώσω στήριξη ή βοήθεια σε κάποιον ή κάτι.
    • Να υπερασπιστώ μια άποψη ή θέση.
    • Να παρέχω οικονομική ή ηθική στήριξη.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Θα υποστηρίξω τον φίλο μου στην προσπάθειά του να βρει δουλειά.
    • Ο δικηγόρος θα υποστηρίξει τον πελάτη του στο δικαστήριο.
    • Η εταιρεία υποστηρίζει οικονομικά διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
    3