Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποστηρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
υποστηρίξω
-
υποστηρίζομαι
-
υποστηρίξουμε
-
στηρίζω
-
υποστηρικτής
-
υποστώ
-
υποστηρικτικός
)
Συνώνυμα
υποστήριξη
στηρίζω
εξασφαλίζω
3
Αντώνυμα
αποδοκιμάζω
αντιτίθεμαι
απορρίπτω
3
Ορισμός
Να παρέχω βοήθεια ή ενθάρρυνση σε κάποιον ή κάτι.
Να στηρίζω μια άποψη, μια πρόταση ή ένα άτομο με επιχειρήματα ή ενέργειες.
2
Παραδείγματα
Οι φίλοι μου με υποστηρίζουν σε κάθε μου απόφαση.
Η εταιρεία υποστηρίζει τις τοπικές κοινότητες μέσω της φιλανθρωπίας της.
2