Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποχρεωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
υποχρεωτικός
-
υποχρεώνω
)
Συνώνυμα
υποχρεωτικός
υποχρεωτικός
2
Αντώνυμα
ελεύθερος
αυθαίρετος
2
Ορισμός
Είναι κάποιος που έχει υποχρέωση ή υποχρεούται να κάνει κάτι.
Είναι κάποιος που είναι υποχρεωμένος από τον νόμο ή από μια συμφωνία να εκτελέσει μια συγκεκριμένη ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει την έκθεση έως την Παρασκευή.
Όλοι οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να σέβονται τους νόμους της χώρας.
2