1. Λέξη
    υποχρεωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: υποχρεωτικός - υποχρεώνω)
  2. Συνώνυμα
    • υποχρεωτικός
    • υποχρεωτικός
    2
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • αυθαίρετος
    2
  4. Ορισμός
    • Είναι κάποιος που έχει υποχρέωση ή υποχρεούται να κάνει κάτι.
    • Είναι κάποιος που είναι υποχρεωμένος από τον νόμο ή από μια συμφωνία να εκτελέσει μια συγκεκριμένη ενέργεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει την έκθεση έως την Παρασκευή.
    • Όλοι οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να σέβονται τους νόμους της χώρας.
    2