Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποχρεωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
υποθετικός
-
υποκριτικός
-
υπομονετικός
-
υποτιμητικός
-
υποχρεωμένος
-
υποχρεώνω
)
Συνώνυμα
υποχρεωτικός
υποχρεωτικός
υποχρεωτικός
3
Αντώνυμα
προαιρετικός
εκούσιος
αυθαίρετος
3
Ορισμός
που επιβάλλεται από κανόνα, νόμο ή υποχρέωση
που δεν μπορεί να αποφευχθεί ή να παραλειφθεί
που απαιτείται υποχρεωτικά
3
Παραδείγματα
Η φοίτηση στο δημοτικό σχολείο είναι υποχρεωτική στην Ελλάδα.
Η υποχρεωτική στράτευση καταργήθηκε πριν από μερικά χρόνια.
Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να παρακολουθήσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση ασφαλείας.
3