Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποχωρήσουμε (ρήμα) - (παρόμοια:
υποχωρήσω
-
υποχωρώ
)
Συνώνυμα
οπισθοχωρώ
υποχωρώ
αποσύρομαι
3
Αντώνυμα
προχωρώ
προελαύνω
επιτίθεμαι
3
Ορισμός
να κινηθούμε προς τα πίσω, να απομακρυνθούμε από μια θέση ή κατάσταση
να εγκαταλείψουμε μια θέση ή μια άποψη λόγω πίεσης ή απειλής
2
Παραδείγματα
Αποφάσισαν να υποχωρήσουμε από τη συζήτηση για να αποφύγουν τη σύγκρουση.
Οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουμε υπό την πίεση του εχθρού.
2