1. Λέξη
    υποχωρήσω (ρήμα) - (παρόμοια: υποχωρήσουμε - υποχωρώ - προχωρήσω)
  2. Συνώνυμα
    • οπισθοχωρώ
    • υποχωρώ
    • αποσύρομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • προχωρώ
    • προσβάλλω
    • εφαρμόζω
    3
  4. Ορισμός
    • να κινηθώ προς τα πίσω, να απομακρυνθώ από μια θέση ή κατάσταση
    • να εγκαταλείψω μια θέση ή άποψη υπό πίεση
    • να μειωθώ σε ένταση ή ποσότητα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατός αποφάσισε να υποχωρήσει για να αποφύγει μεγαλύτερες απώλειες.
    • Μετά από ώρες διαπραγμάτευσης, ο υπουργός υποχώρησε και δέχτηκε τους όρους.
    • Ο πόνος άρχισε να υποχωρεί μετά τη χορήγηση του φαρμάκου.
    3