Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποχωρήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
υποχωρήσουμε
-
υποχωρώ
-
προχωρήσω
)
Συνώνυμα
οπισθοχωρώ
υποχωρώ
αποσύρομαι
3
Αντώνυμα
προχωρώ
προσβάλλω
εφαρμόζω
3
Ορισμός
να κινηθώ προς τα πίσω, να απομακρυνθώ από μια θέση ή κατάσταση
να εγκαταλείψω μια θέση ή άποψη υπό πίεση
να μειωθώ σε ένταση ή ποσότητα
3
Παραδείγματα
Ο στρατός αποφάσισε να υποχωρήσει για να αποφύγει μεγαλύτερες απώλειες.
Μετά από ώρες διαπραγμάτευσης, ο υπουργός υποχώρησε και δέχτηκε τους όρους.
Ο πόνος άρχισε να υποχωρεί μετά τη χορήγηση του φαρμάκου.
3