Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποχωρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
υποχωρήσω
-
αποχωρώ
-
υποχωρήσουμε
)
Συνώνυμα
οπισθοχωρώ
αποσύρομαι
υποχωρώ
3
Αντώνυμα
προχωρώ
προσβάλλω
επεκτείνομαι
3
Ορισμός
να κινηθείς προς τα πίσω, ειδικά σε μια μάχη ή σύγκρουση
να απομακρυνθείς από μια θέση ή κατάσταση
να μειώσεις την πίεση ή την αντίσταση
3
Παραδείγματα
Οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν λόγω της έντονης πυρκαγιάς.
Μετά από ώρες διαπραγμάτευσης, τελικά υποχώρησε και δέχτηκε τους όρους.
Ο ποταμός υποχώρησε μετά τις βροχές, αποκαθιστώντας την κανονική του ροή.
3