1. Λέξη
    υστερικός (επίθετο) - (παρόμοια: εσωτερικός - εξωτερικός - υστερία - μερικός)
  2. Συνώνυμα
    • νευρικός
    • εκκεντρικός
    • υπερβολικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • σταθερός
    • ισορροπημένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές και ασταθείς συναισθηματικές αντιδράσεις.
    • Που σχετίζεται με την υστερία ή τα συμπτώματά της.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η υστερική της συμπεριφορά έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
    • Ο γιατρός διαγνώρισε υστερικά συμπτώματα στον ασθενή.
    2