Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υστερικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εσωτερικός
-
εξωτερικός
-
υστερία
-
μερικός
)
Συνώνυμα
νευρικός
εκκεντρικός
υπερβολικός
3
Αντώνυμα
ήρεμος
σταθερός
ισορροπημένος
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές και ασταθείς συναισθηματικές αντιδράσεις.
Που σχετίζεται με την υστερία ή τα συμπτώματά της.
2
Παραδείγματα
Η υστερική της συμπεριφορά έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
Ο γιατρός διαγνώρισε υστερικά συμπτώματα στον ασθενή.
2