1. Λέξη
    φέρει (ρήμα) - (παρόμοια: φέρετρο - φέρω)
  2. Συνώνυμα
    • μεταφέρει
    • κουβαλάει
    • οδηγεί
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνει
    • εγκαταλείπει
    2
  4. Ορισμός
    • Μεταφέρει κάτι από ένα μέρος σε άλλο.
    • Ευθύνεται για την μεταφορά ή την κίνηση κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ταχυδρόμος φέρει τα γράμματα κάθε πρωί.
    • Αυτό το δρόμο φέρει προς την παραλία.
    2