Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φέρει (ρήμα) - (παρόμοια:
φέρετρο
-
φέρω
)
Συνώνυμα
μεταφέρει
κουβαλάει
οδηγεί
3
Αντώνυμα
αφήνει
εγκαταλείπει
2
Ορισμός
Μεταφέρει κάτι από ένα μέρος σε άλλο.
Ευθύνεται για την μεταφορά ή την κίνηση κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο ταχυδρόμος φέρει τα γράμματα κάθε πρωί.
Αυτό το δρόμο φέρει προς την παραλία.
2