1. Λέξη
    φέρω (ρήμα) - (παρόμοια: φέρτε - φέρις - φέρνω - φέρει)
  2. Συνώνυμα
    • μεταφέρω
    • κομίζω
    • αποφέρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφαιρώ
    • απομακρύνω
    2
  4. Ορισμός
    • Μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο.
    • Προκαλώ ή προξενώ κάτι, όπως ένα συναίσθημα ή μια κατάσταση.
    • Αποδίδω ή παράγω κάτι, όπως κέρδη ή αποτελέσματα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ταχυδρόμος φέρνει τα γράμματα κάθε πρωί.
    • Η συμπεριφορά του φέρνει δυσαρέσκεια στους γύρω του.
    • Η επένδυση αυτή φέρνει καλά κέρδη.
    3