Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φανάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μανάρι
-
φαναρι
)
Συνώνυμα
σηματοδότης
φωτεινός σηματοδότης
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια συσκευή που χρησιμοποιείται στους δρόμους για να ρυθμίζει την κυκλοφορία, συνήθως με φωτεινά σήματα.
Κάθε φωτεινή ένδειξη που χρησιμοποιείται για σηματοδότηση.
2
Παραδείγματα
Το φανάρι ήταν κόκκινο και έπρεπε να σταματήσουμε.
Το φανάρι στο σταυροδρόμι βοηθάει να αποφευχθούν τα ατυχήματα.
2