1. Λέξη
    φανάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μανάρι - φαναρι)
  2. Συνώνυμα
    • σηματοδότης
    • φωτεινός σηματοδότης
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μια συσκευή που χρησιμοποιείται στους δρόμους για να ρυθμίζει την κυκλοφορία, συνήθως με φωτεινά σήματα.
    • Κάθε φωτεινή ένδειξη που χρησιμοποιείται για σηματοδότηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φανάρι ήταν κόκκινο και έπρεπε να σταματήσουμε.
    • Το φανάρι στο σταυροδρόμι βοηθάει να αποφευχθούν τα ατυχήματα.
    2