Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φτιαγμένο (επίθετο) - (παρόμοια:
φτιαγμένος
-
φτιαγμένη
)
Συνώνυμα
κατασκευασμένο
δημιουργημένο
σχηματισμένο
3
Αντώνυμα
αφύσικο
ακατεργάστo
ακατάσκευο
3
Ορισμός
που έχει δημιουργηθεί ή κατασκευαστεί από κάποιον ή κάτι
που έχει σχηματιστεί ή δομηθεί με συγκεκριμένο τρόπο
2
Παραδείγματα
Το κολιέ ήταν φτιαγμένο από χρυσό και πολύτιμους λίθους.
Το σπίτι ήταν φτιαγμένο με μεράκι και αγάπη.
2