Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φτιαγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
φτιαγμένο
-
φτιαγμένη
-
ταραγμένος
-
χαραγμένος
-
πειραγμένος
-
τρομαγμένος
)
Συνώνυμα
κατασκευασμένος
δημιουργημένος
σχηματισμένος
3
Αντώνυμα
ακατέργαστος
ακατάσκευος
αμόρφωτος
3
Ορισμός
Που έχει υποστεί επεξεργασία ή κατασκευή για να αποκτήσει μια συγκεκριμένη μορφή ή λειτουργία.
Που έχει δημιουργηθεί ή σχηματιστεί από κάποιο υλικό ή μέσω μιας διαδικασίας.
2
Παραδείγματα
Το κομμάτι ήταν φτιαγμένο από ξύλο και μέταλλο.
Η φωτογραφία ήταν φτιαγμένη με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες.
2