Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυλαχτό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φυλακτό
-
φυλακή
)
Συνώνυμα
προστατευτικό
μαγικό αντικείμενο
φυλακτό
3
Αντώνυμα
κατάρα
βλάβη
2
Ορισμός
Ένα αντικείμενο που πιστεύεται ότι προσφέρει προστασία ή φέρνει καλή τύχη.
Κάτι που φοριέται ή κρατιέται για να απομακρύνει το κακό ή τις κακές επιρροές.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά μου μου έδωσε ένα φυλαχτό για να με προστατεύσει.
Πολλοί άνθρωποι φορούν φυλαχτά ως κοσμήματα.
2