Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυλακή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φυλακτό
-
φυλακίζω
-
επιφυλακή
-
εθνοφυλακή
-
φυλακίσουν
-
χωροφυλακή
-
φυλαχτό
)
Συνώνυμα
εγκλεισμός
κάθειρξη
κρατητήριο
3
Αντώνυμα
ελευθερία
απελευθέρωση
2
Ορισμός
Το μέρος όπου κρατούνται οι κρατούμενοι ως ποινή για τις πράξεις τους.
Η κατάσταση του να είσαι φυλακισμένος.
2
Παραδείγματα
Ο δικαστής τον καταδίκασε σε δέκα χρόνια φυλακή.
Η φυλακή είναι ένας τόπος που στερεί την ελευθερία των ανθρώπων.
2