1. Λέξη
    φυλακή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φυλακτό - φυλακίζω - επιφυλακή - εθνοφυλακή - φυλακίσουν - χωροφυλακή - φυλαχτό)
  2. Συνώνυμα
    • εγκλεισμός
    • κάθειρξη
    • κρατητήριο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελευθερία
    • απελευθέρωση
    2
  4. Ορισμός
    • Το μέρος όπου κρατούνται οι κρατούμενοι ως ποινή για τις πράξεις τους.
    • Η κατάσταση του να είσαι φυλακισμένος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής τον καταδίκασε σε δέκα χρόνια φυλακή.
    • Η φυλακή είναι ένας τόπος που στερεί την ελευθερία των ανθρώπων.
    2