1. Λέξη
    φυλακτό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φυλακή - φυλαχτό - φυλακίζω - φυλακίσουν)
  2. Συνώνυμα
    • προστατευτικό
    • μαγικό
    • φυλαχτό
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατάρα
    • βλάβη
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα αντικείμενο που πιστεύεται ότι προσφέρει προστασία ή φέρνει καλή τύχη.
    • Κάτι που χρησιμοποιείται για να απομακρύνει το κακό ή τις κακές επιρροές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά μου μου έδωσε ένα φυλακτό για να με προστατεύσει.
    • Φοράει πάντα ένα φυλακτό στο λαιμό του για καλή τύχη.
    2