1. Λέξη
    φωτίζω (ρήμα) - (παρόμοια: διαφωτίζω - φορτίζω - φωτογραφίζω)
  2. Συνώνυμα
    • φωτίζω
    • φωταγωγώ
    • διαφωτίζω
    • φέγγω
    4
  3. Αντώνυμα
    • σκοτεινιάζω
    • σκοταδίζω
    • μαυρίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι φωτεινό ή να εκπέμπει φως.
    • Εξηγώ ή διευκρινίζω κάτι για να γίνει κατανοητό.
    • Παρέχω πνευματική ή ηθική διαφώτιση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήλιος φωτίζει τη γη κατά τη διάρκεια της ημέρας.
    • Ο δάσκαλος φωτίζει τους μαθητές του με τις γνώσεις του.
    • Η ανακάλυψη αυτή φωτίζει νέες πτυχές της επιστήμης.
    3