Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φωτίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαφωτίζω
-
φορτίζω
-
φωτογραφίζω
)
Συνώνυμα
φωτίζω
φωταγωγώ
διαφωτίζω
φέγγω
4
Αντώνυμα
σκοτεινιάζω
σκοταδίζω
μαυρίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι φωτεινό ή να εκπέμπει φως.
Εξηγώ ή διευκρινίζω κάτι για να γίνει κατανοητό.
Παρέχω πνευματική ή ηθική διαφώτιση.
3
Παραδείγματα
Ο ήλιος φωτίζει τη γη κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Ο δάσκαλος φωτίζει τους μαθητές του με τις γνώσεις του.
Η ανακάλυψη αυτή φωτίζει νέες πτυχές της επιστήμης.
3