Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαφωτίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
φωτίζω
-
διαφωνώ
-
διαφωνία
-
διασχίζω
)
Συνώνυμα
φωτίζω
εξηγώ
κατατοπίζω
3
Αντώνυμα
σκοτεινιάζω
μπερδεύω
ασαφής
3
Ορισμός
Κάνω κάτι φωτεινό ή ευκρινές.
Εξηγώ ή διευκρινίζω κάτι για να γίνει κατανοητό.
Παρέχω πληροφορίες ή γνώση σχετικά με ένα θέμα.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος διαφώτισε τους μαθητές σχετικά με την ιστορία της αρχαιότητας.
Η έρευνα διαφώτισε νέα στοιχεία για το ατύχημα.
Ο ήλιος διαφωτίζει τον ουρανό κατά τη διάρκεια της ημέρας.
3