1. Λέξη
    διαφωτίζω (ρήμα) - (παρόμοια: φωτίζω - διαφωνώ - διαφωνία - διασχίζω)
  2. Συνώνυμα
    • φωτίζω
    • εξηγώ
    • κατατοπίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκοτεινιάζω
    • μπερδεύω
    • ασαφής
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι φωτεινό ή ευκρινές.
    • Εξηγώ ή διευκρινίζω κάτι για να γίνει κατανοητό.
    • Παρέχω πληροφορίες ή γνώση σχετικά με ένα θέμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος διαφώτισε τους μαθητές σχετικά με την ιστορία της αρχαιότητας.
    • Η έρευνα διαφώτισε νέα στοιχεία για το ατύχημα.
    • Ο ήλιος διαφωτίζει τον ουρανό κατά τη διάρκεια της ημέρας.
    3