Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φωτιστικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαφωτιστικός
-
φωτισμός
-
κλιματιστικό
)
Συνώνυμα
λαμπτήρας
φως
προβολέας
3
Αντώνυμα
σκοτάδι
σκότος
2
Ορισμός
Συσκευή που παράγει φως.
Είδος εξαρτήματος που χρησιμοποιείται για τον φωτισμό ενός χώρου.
2
Παραδείγματα
Το φωτιστικό στο σαλόνι δίνει μια ζεστή ατμόσφαιρα.
Αγόρασα ένα νέο φωτιστικό για το γραφείο μου.
2