Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φωτογράφος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φωτογράφηση
-
φωτογράφιση
-
φωτογραφία
-
τομογράφος
-
κινηματογράφος
-
φωτογραφική
-
αρθρογράφος
-
φωτογραφίζω
)
Συνώνυμα
φωτορεπόρτερ
εικονολήπτης
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Επαγγελματίας που ασχολείται με τη λήψη φωτογραφιών, είτε ως καλλιτέχνης είτε ως δημοσιογράφος.
Συσκευή ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη λήψη φωτογραφιών.
2
Παραδείγματα
Ο φωτογράφος έβγαλε μια υπέροχη φωτογραφία του ηλιοβασιλέματος.
Η φωτογραφική μηχανή είναι ένας εξειδικευμένος φωτογράφος.
2