1. Λέξη
    φωτογραφική (επίθετο) - (παρόμοια: φωτογραφικός - φωτογραφία - φωτογραφίζω - δισκογραφική - ζωγραφική - φωτογράφος)
  2. Συνώνυμα
    • φωτογραφικός
    • εικονογραφικός
    2
  3. Αντώνυμα
    • μη φωτογραφικός
    • αφωτογράφητος
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τη φωτογραφία ή την τέχνη της φωτογραφίας.
    • Αναφερόμενος σε κάτι που μπορεί να καταγραφεί ή να αναπαρασταθεί μέσω φωτογραφίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η φωτογραφική μηχανή ήταν πολύ ακριβή.
    • Η φωτογραφική έκθεση έκανε μεγάλη επιτυχία.
    2