Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φωτογραφία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φωτογραφίζω
-
φωτογραφική
-
φωτογραφικός
-
πλαστογραφία
-
βιογραφία
-
φωτογράφος
-
χορογραφία
-
ορθογραφία
-
τομογραφία
-
δικογραφία
-
φωτογράφιση
-
φωτογράφηση
-
τοιχογραφία
-
πορνογραφία
)
Συνώνυμα
εικόνα
φωτογραφικό
φωτογραφικό στιγμιότυπο
3
Αντώνυμα
αφηρημένη εικόνα
σχέδιο
ζωγραφική
3
Ορισμός
Μια εικόνα που δημιουργείται με τη χρήση φωτός, συνήθως με μια φωτογραφική μηχανή.
Η τέχνη ή η διαδικασία της δημιουργίας εικόνων με φωτογραφική μηχανή.
2
Παραδείγματα
Πήρα μια φωτογραφία του ηλιοβασιλέματος.
Η φωτογραφία από τις διακοπές μας είναι πολύ όμορφη.
2