Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φόρτε (επίθετο) - (παρόμοια:
φόρτος
-
φόρτωση
-
φόρτιση
)
Συνώνυμα
δυνατός
ισχυρός
έντονος
3
Αντώνυμα
αδύναμος
ασθενής
ήπιος
3
Ορισμός
που έχει μεγάλη σωματική ή ψυχική δύναμη
που χαρακτηρίζεται από ένταση ή ισχύ
που είναι ικανός να αντισταθεί σε δυσμενείς συνθήκες
3
Παραδείγματα
Ο αθλητής ήταν πολύ φόρτε και κατάφερε να σηκώσει το βάρος.
Η φόρτε μυρωδιά του τυριού γέμισε το δωμάτιο.
Το φόρτε υλικό αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες.
3