1. Λέξη
    φόρτε (επίθετο) - (παρόμοια: φόρτος - φόρτωση - φόρτιση)
  2. Συνώνυμα
    • δυνατός
    • ισχυρός
    • έντονος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδύναμος
    • ασθενής
    • ήπιος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει μεγάλη σωματική ή ψυχική δύναμη
    • που χαρακτηρίζεται από ένταση ή ισχύ
    • που είναι ικανός να αντισταθεί σε δυσμενείς συνθήκες
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο αθλητής ήταν πολύ φόρτε και κατάφερε να σηκώσει το βάρος.
    • Η φόρτε μυρωδιά του τυριού γέμισε το δωμάτιο.
    • Το φόρτε υλικό αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες.
    3