1. Λέξη
    φόρτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φόρος - φόρτε - φόρτωση - φόρτιση)
  2. Συνώνυμα
    • βάρος
    • φορτίο
    • βάρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελαφρότητα
    • ανακούφιση
    2
  4. Ορισμός
    • Βάρος που μεταφέρεται ή φέρεται από κάποιον ή κάτι.
    • Ευθύνη ή υποχρέωση που είναι δύσκολο να αντέξει κάποιος.
    • Ποσότητα εμπορευμάτων που μεταφέρονται με πλοίο ή άλλο μέσο μεταφοράς.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο φόρτος του φορτηγού ήταν πολύ μεγάλος για το δρόμο.
    • Η δουλειά του έχει γίνει ένας βαρύς φόρτος για αυτόν.
    • Το πλοίο μετέφερε έναν φόρτο σιτηρών από την Αμερική.
    3