Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φόρτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φόρος
-
φόρτε
-
φόρτωση
-
φόρτιση
)
Συνώνυμα
βάρος
φορτίο
βάρος
3
Αντώνυμα
ελαφρότητα
ανακούφιση
2
Ορισμός
Βάρος που μεταφέρεται ή φέρεται από κάποιον ή κάτι.
Ευθύνη ή υποχρέωση που είναι δύσκολο να αντέξει κάποιος.
Ποσότητα εμπορευμάτων που μεταφέρονται με πλοίο ή άλλο μέσο μεταφοράς.
3
Παραδείγματα
Ο φόρτος του φορτηγού ήταν πολύ μεγάλος για το δρόμο.
Η δουλειά του έχει γίνει ένας βαρύς φόρτος για αυτόν.
Το πλοίο μετέφερε έναν φόρτο σιτηρών από την Αμερική.
3