Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χάλια
-
χάρλι
-
χάλεϊ
)
Συνώνυμα
αταξία
αναστάτωση
χάος
3
Αντώνυμα
τάξη
οργάνωση
ηρεμία
3
Ορισμός
Η κατάσταση της πλήρους αταξίας ή αναστάτωσης.
Μια κατάσταση μεγάλης σύγχυσης ή αταξίας.
2
Παραδείγματα
Μετά το πάρτι, το σπίτι ήταν ένα χάλι.
Η κυκλοφορία στην πόλη είναι ένα χάλι λόγω των έργων.
2