Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάρις (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χάριετ
-
χάρισμα
-
χάρα
-
χάρη
)
Συνώνυμα
ευγένεια
χάρη
ευλογία
3
Αντώνυμα
αγένεια
ασχήμια
κακοτυχία
3
Ορισμός
Η ευγενική και ευχάριστη συμπεριφορά προς κάποιον.
Η ευλογία ή η ευνοϊκή διάθεση που απονέμεται από κάποιον.
Η ομορφιά ή η κομψότητα στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά.
3
Παραδείγματα
Η χάρις της κίνησής της έκανε όλους να την θαυμάζουν.
Οι χάριτες των θεών ήταν με το μέρος του ήρωα.
Η χάρις του λόγου του έκανε τους ανθρώπους να τον ακούν με προσοχή.
3