Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαϊδεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
χαιδεύω
-
χαζεύω
)
Συνώνυμα
καλύνω
θωπεύω
φιλάω
χαιδεύω
4
Αντώνυμα
πληγώνω
τραυματίζω
βλάπτω
3
Ορισμός
Αγγίζω κάποιον ή κάτι με αγάπη και τρυφερότητα, συνήθως με το χέρι.
Εκφράζω στοργή ή αγάπη μέσω φυσικής επαφής.
Προκαλώ ευχάριστη αίσθηση σε κάποιον με τις πράξεις ή τα λόγια μου.
3
Παραδείγματα
Η μητέρα χαϊδεύει το παιδί της πριν κοιμηθεί.
Ο γάτος μου αρέσει να τον χαϊδεύω πίσω από τα αυτιά.
Τα λόγια του την χαϊδέψανε και την έκαναν να νιώσει καλύτερα.
3