1. Λέξη
    χαζεύω (ρήμα) - (παρόμοια: μαζεύω - χαϊδεύω - χαιδεύω)
  2. Συνώνυμα
    • κοιτάζω αδέξια
    • κυττάζω
    • κοιτάω με χαζό τρόπο
    3
  3. Αντώνυμα
    • παρατηρώ προσεκτικά
    • εξετάζω με προσοχή
    2
  4. Ορισμός
    • Κοιτάζω κάτι ή κάποιον με αδέξιο ή χαζό τρόπο.
    • Εκδηλώνω έλλειψη ευφυΐας ή αστειότητας με το βλέμμα μου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τον είδα να χαζεύει τον τοίχο για ώρα.
    • Σταμάτησε να χαζεύει και άρχισε να δουλεύει.
    2