Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαζεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
μαζεύω
-
χαϊδεύω
-
χαιδεύω
)
Συνώνυμα
κοιτάζω αδέξια
κυττάζω
κοιτάω με χαζό τρόπο
3
Αντώνυμα
παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με προσοχή
2
Ορισμός
Κοιτάζω κάτι ή κάποιον με αδέξιο ή χαζό τρόπο.
Εκδηλώνω έλλειψη ευφυΐας ή αστειότητας με το βλέμμα μου.
2
Παραδείγματα
Τον είδα να χαζεύει τον τοίχο για ώρα.
Σταμάτησε να χαζεύει και άρχισε να δουλεύει.
2