1. Λέξη
    χαλάσματα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαλάσω - χαλάστρα - χαράματα)
  2. Συνώνυμα
    • ερείπια
    • καταστροφές
    • συντρίμμια
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατασκευές
    • κτίρια
    • οικοδομές
    3
  4. Ορισμός
    • Τα ερείπια ή τα συντρίμμια που απομένουν μετά από καταστροφή ή κατάρρευση.
    • Κατάσταση φθοράς ή αχρηστίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά τον σεισμό, η πόλη ήταν γεμάτη χαλάσματα.
    • Το παλιό σχολείο είχε μετατραπεί σε χαλάσματα.
    2