Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλάσματα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαλάσω
-
χαλάστρα
-
χαράματα
)
Συνώνυμα
ερείπια
καταστροφές
συντρίμμια
3
Αντώνυμα
κατασκευές
κτίρια
οικοδομές
3
Ορισμός
Τα ερείπια ή τα συντρίμμια που απομένουν μετά από καταστροφή ή κατάρρευση.
Κατάσταση φθοράς ή αχρηστίας.
2
Παραδείγματα
Μετά τον σεισμό, η πόλη ήταν γεμάτη χαλάσματα.
Το παλιό σχολείο είχε μετατραπεί σε χαλάσματα.
2