Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλάστρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαλάσω
-
γλάστρα
-
άστρα
-
χαλάω
-
χαλάσματα
)
Συνώνυμα
σπασμένο
κατεστραμμένο
χαλασμένο
3
Αντώνυμα
ολόκληρο
άθικτο
καλής κατάστασης
3
Ορισμός
Κάτι που έχει χαλάσει ή καταστραφεί.
Αντικείμενο που δεν λειτουργεί πλέον όπως αρχικά.
Κατάσταση αχρηστευμένου πράγματος.
3
Παραδείγματα
Η τηλεόραση είναι μια χαλάστρα και δεν δείχνει καθαρή εικόνα.
Μετά την πτώση, το κινητό μου μετατράπηκε σε χαλάστρα.
Δεν αξίζει να το φτιάξουμε, είναι μια χαλάστρα.
3