1. Λέξη
    χαλάσω (ρήμα) - (παρόμοια: χαλάστρα - χαλάω - χαλάσματα - χαλάζι - χαλάκι - χαλ)
  2. Συνώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • αποδιοργανώνω
    • χαλάω
    4
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζω
    • διορθώνω
    • αποκαθιστώ
    • βελτιώνω
    4
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ ζημιά ή βλάβη σε κάτι.
    • Κάνω κάτι να μην λειτουργεί σωστά.
    • Εξασθενίζω ή καταστρέφω μια κατάσταση ή σχέση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρόσεχε μην χαλάσεις το ρολόι.
    • Η συνεχής καβγά χαλάει τη σχέση τους.
    • Μην χαλάς τη διάθεσή μου με τις ασήμαντες παρατηρήσεις σου.
    3