Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
χαλάστρα
-
χαλάω
-
χαλάσματα
-
χαλάζι
-
χαλάκι
-
χαλ
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
αποδιοργανώνω
χαλάω
4
Αντώνυμα
επισκευάζω
διορθώνω
αποκαθιστώ
βελτιώνω
4
Ορισμός
Προκαλώ ζημιά ή βλάβη σε κάτι.
Κάνω κάτι να μην λειτουργεί σωστά.
Εξασθενίζω ή καταστρέφω μια κατάσταση ή σχέση.
3
Παραδείγματα
Πρόσεχε μην χαλάσεις το ρολόι.
Η συνεχής καβγά χαλάει τη σχέση τους.
Μην χαλάς τη διάθεσή μου με τις ασήμαντες παρατηρήσεις σου.
3