Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαλίλ
-
χαλίκι
-
χαλ
-
χαλίφης
-
χαλώ
-
χαλάω
)
Συνώνυμα
τάπητας
κουβέρτα
2
Αντώνυμα
γυμνό δάπεδο
άσπρο πάτωμα
2
Ορισμός
Ένα υφαντό ή πλεκτό ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει το πάτωμα.
Ένα διακοσμητικό αντικείμενο που τοποθετείται στο πάτωμα για θερμομόνωση, άνεση ή αισθητική.
2
Παραδείγματα
Το χαλί στο σαλόνι είναι πολύ ζεστό το χειμώνα.
Η γιαγιά μου έχει ένα παλιό χαλί από την Τουρκία.
2