1. Λέξη
    χαλί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαλίλ - χαλίκι - χαλ - χαλίφης - χαλώ - χαλάω)
  2. Συνώνυμα
    • τάπητας
    • κουβέρτα
    2
  3. Αντώνυμα
    • γυμνό δάπεδο
    • άσπρο πάτωμα
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα υφαντό ή πλεκτό ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει το πάτωμα.
    • Ένα διακοσμητικό αντικείμενο που τοποθετείται στο πάτωμα για θερμομόνωση, άνεση ή αισθητική.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το χαλί στο σαλόνι είναι πολύ ζεστό το χειμώνα.
    • Η γιαγιά μου έχει ένα παλιό χαλί από την Τουρκία.
    2