1. Λέξη
    χαλάω (ρήμα) - (παρόμοια: χαλάζι - χαλάσω - χαλάκι - χαλ - χαλώ - χαλί - χαλάρωση - χαλάστρα)
  2. Συνώνυμα
    • καταστρέφω
    • φθείρω
    • λυγίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζω
    • διορθώνω
    • αποκαθιστώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να μην λειτουργεί σωστά ή να μην είναι πλέον σε καλή κατάσταση.
    • Προκαλώ ζημιά ή φθορά σε κάτι.
    • Χάνω την ψυχική μου ισορροπία ή την ηρεμία μου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η βροχή έχαλασε τα ρούχα μου.
    • Μην χαλάς τη διάθεση σου για μικροπράγματα.
    • Το παλιό ρολόι χάλασε και δεν δείχνει πια την ώρα.
    3