Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλάω (ρήμα) - (παρόμοια:
χαλάζι
-
χαλάσω
-
χαλάκι
-
χαλ
-
χαλώ
-
χαλί
-
χαλάρωση
-
χαλάστρα
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
φθείρω
λυγίζω
3
Αντώνυμα
επισκευάζω
διορθώνω
αποκαθιστώ
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να μην λειτουργεί σωστά ή να μην είναι πλέον σε καλή κατάσταση.
Προκαλώ ζημιά ή φθορά σε κάτι.
Χάνω την ψυχική μου ισορροπία ή την ηρεμία μου.
3
Παραδείγματα
Η βροχή έχαλασε τα ρούχα μου.
Μην χαλάς τη διάθεση σου για μικροπράγματα.
Το παλιό ρολόι χάλασε και δεν δείχνει πια την ώρα.
3