Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλαρώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
χαλαρώνω
-
χαλαρώνει
-
χαλαρά
-
χαλαρός
)
Συνώνυμα
χαλαρώνω
ανακουφίζομαι
ηρεμώ
3
Αντώνυμα
αγχώνομαι
τεντώνομαι
ενοχλούμαι
3
Ορισμός
Να γίνει πιο ήρεμος ή χαλαρός, να απαλλαγεί από το άγχος ή την ένταση.
Να μειωθεί η ένταση ή η σκληρότητα σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Μετά από μια κουραστική μέρα, χρειάζομαι να χαλαρώσω με ένα καλό μπάνιο.
Ο γιατρός του είπε να χαλαρώσει για να μειώσει την πίεση του αίματος.
2