1. Λέξη
    χαλαρά (επίρρημα) - (παρόμοια: χαλαρός - χαρά - χαλαρώνω - χαλαρώσω - χαλαρώνει - χαλ - χαλαρωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • άνετα
    • αβίαστα
    • αραιά
    3
  3. Αντώνυμα
    • έντονα
    • επιμελώς
    • προσεκτικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δείχνει έλλειψη έντασης ή σοβαρότητας.
    • Χωρίς να εφαρμόζεται με δύναμη ή πίεση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Φόρεσε τα ρούχα του χαλαρά, χωρίς να βιάζεται.
    • Μίλησε χαλαρά για το θέμα, χωρίς να δείξει άγχος.
    2