Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλαρά (επίρρημα) - (παρόμοια:
χαλαρός
-
χαρά
-
χαλαρώνω
-
χαλαρώσω
-
χαλαρώνει
-
χαλ
-
χαλαρωτικός
)
Συνώνυμα
άνετα
αβίαστα
αραιά
3
Αντώνυμα
έντονα
επιμελώς
προσεκτικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει έλλειψη έντασης ή σοβαρότητας.
Χωρίς να εφαρμόζεται με δύναμη ή πίεση.
2
Παραδείγματα
Φόρεσε τα ρούχα του χαλαρά, χωρίς να βιάζεται.
Μίλησε χαλαρά για το θέμα, χωρίς να δείξει άγχος.
2