Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλαρός (επίθετο) - (παρόμοια:
χαλαρά
-
χαλαρωτικός
-
χαλαρώνω
-
χαλαρώσω
-
χαλαρώνει
-
χαλκός
)
Συνώνυμα
άνετος
αραιός
χαλαρωτικός
3
Αντώνυμα
τεταμένος
στενός
αυστηρός
3
Ορισμός
Που δεν είναι σφιχτός ή τεντωμένος.
Που δεν επιβάλλει αυστηρούς κανόνες ή περιορισμούς.
Που χαρακτηρίζεται από απουσία πίεσης ή έντασης.
3
Παραδείγματα
Φοράει πάντα χαλαρά ρούχα για να νιώθει άνετα.
Η ατμόσφαιρα στη δουλειά του είναι πολύ χαλαρή.
Μετά το μπάνιο, ένιωσε πλήρως χαλαρωμένος.
3