1. Λέξη
    χαράκωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαράκι - χαρά)
  2. Συνώνυμα
    • οχύρωση
    • προμαχώνας
    • τάφρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοίγμα
    • άνοιγμα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια κατασκευή ή δομή που χτίζεται για άμυνα, συνήθως γύρω από κάποιο χώρο.
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαρακώνω, δηλαδή του δημιουργώ ένα φράγμα ή εμπόδιο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το χαράκωμα γύρω από το κάστρο έδινε στους κατοίκους ασφάλεια.
    • Οι στρατιώτες εργάζονταν σκληρά για να ολοκληρώσουν το χαράκωμα πριν τη μάχη.
    2