Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαράκωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαράκι
-
χαρά
)
Συνώνυμα
οχύρωση
προμαχώνας
τάφρος
3
Αντώνυμα
ανοίγμα
άνοιγμα
2
Ορισμός
Μια κατασκευή ή δομή που χτίζεται για άμυνα, συνήθως γύρω από κάποιο χώρο.
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαρακώνω, δηλαδή του δημιουργώ ένα φράγμα ή εμπόδιο.
2
Παραδείγματα
Το χαράκωμα γύρω από το κάστρο έδινε στους κατοίκους ασφάλεια.
Οι στρατιώτες εργάζονταν σκληρά για να ολοκληρώσουν το χαράκωμα πριν τη μάχη.
2