1. Λέξη
    χαρά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαράζω - χαλαρά - χαράκι - χαράδρα - χαράσσω - χαρώ - χαράματα - χαράκωμα - χαρτί)
  2. Συνώνυμα
    • ευτυχία
    • αγαλλίαση
    • ευφορία
    3
  3. Αντώνυμα
    • θλίψη
    • λύπη
    • κατάθλιψη
    3
  4. Ορισμός
    • Μια θετική συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αίσθημα ευτυχίας και ικανοποίησης.
    • Η έκφραση ή η εμπειρία της ευτυχίας και της ικανοποίησης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η χαρά της νίκης ήταν ανυπολόγιστη.
    • Η μουσική του έφερνε χαρά και ανακούφιση.
    2