Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαρά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαράζω
-
χαλαρά
-
χαράκι
-
χαράδρα
-
χαράσσω
-
χαρώ
-
χαράματα
-
χαράκωμα
-
χαρτί
)
Συνώνυμα
ευτυχία
αγαλλίαση
ευφορία
3
Αντώνυμα
θλίψη
λύπη
κατάθλιψη
3
Ορισμός
Μια θετική συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αίσθημα ευτυχίας και ικανοποίησης.
Η έκφραση ή η εμπειρία της ευτυχίας και της ικανοποίησης.
2
Παραδείγματα
Η χαρά της νίκης ήταν ανυπολόγιστη.
Η μουσική του έφερνε χαρά και ανακούφιση.
2