Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαρακτηριστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
χαρακτηριστικός
-
χαρακτηριστώ
-
χαριστικός
-
χαρακτηρίζω
)
Συνώνυμα
ιδιότυπο
ξεχωριστό
μοναδικό
3
Αντώνυμα
κοινό
συνηθισμένο
τυποποιημένο
3
Ορισμός
Που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου ή κάτι, που τονίζει ή υποδηλώνει μια ιδιαιτερότητα.
Που έχει σαφή και ξεχωριστή ταυτότητα ή ιδιότητα.
2
Παραδείγματα
Το χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του είναι η ειλικρίνεια.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της τέχνης του είναι αυτός ο πίνακας.
2