1. Λέξη
    χαραμάδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαραμίσω - χαραμίζω)
  2. Συνώνυμα
    • αχτίδα
    • λαμπύριδα
    • ακτίνα
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκοτάδι
    • σύσκοτο
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρή ποσότητα φωτός που διαπερνά από μια στενή οπή.
    • Λεπτή ακτίνα φωτός που φαίνεται σε σκοτεινό χώρο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μια χαραμάδα φωτός μπήκε από το κλειστό παράθυρο.
    • Στο σκοτάδι του δωματίου, μόνο μια χαραμάδα έδειχνε τον δρόμο προς την πόρτα.
    2