Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαραμάδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαραμίσω
-
χαραμίζω
)
Συνώνυμα
αχτίδα
λαμπύριδα
ακτίνα
3
Αντώνυμα
σκοτάδι
σύσκοτο
2
Ορισμός
Μικρή ποσότητα φωτός που διαπερνά από μια στενή οπή.
Λεπτή ακτίνα φωτός που φαίνεται σε σκοτεινό χώρο.
2
Παραδείγματα
Μια χαραμάδα φωτός μπήκε από το κλειστό παράθυρο.
Στο σκοτάδι του δωματίου, μόνο μια χαραμάδα έδειχνε τον δρόμο προς την πόρτα.
2