1. Λέξη
    χαραμίζω (ρήμα) - (παρόμοια: χαραμίσω - χαρίζω - χαρακτηρίζω - χαραμάδα)
  2. Συνώνυμα
    • σπαταλώ
    • καταχρώμαι
    • σκορπίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • οικονομώ
    • φυλάω
    • διατηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κακή χρήση κάποιου πράγματος, χωρίς να το εκτιμώ ή να το αξιοποιώ σωστά.
    • Σπαταλώ χρόνο, χρήματα ή άλλους πόρους χωρίς λόγο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χαράμισε όλη του την περιουσία στα καζίνο.
    • Μην χαραμίζεις τον χρόνο σου σε ασήμαντες δραστηριότητες.
    2