Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαραμίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
χαραμίσω
-
χαρίζω
-
χαρακτηρίζω
-
χαραμάδα
)
Συνώνυμα
σπαταλώ
καταχρώμαι
σκορπίζω
3
Αντώνυμα
οικονομώ
φυλάω
διατηρώ
3
Ορισμός
Κάνω κακή χρήση κάποιου πράγματος, χωρίς να το εκτιμώ ή να το αξιοποιώ σωστά.
Σπαταλώ χρόνο, χρήματα ή άλλους πόρους χωρίς λόγο.
2
Παραδείγματα
Χαράμισε όλη του την περιουσία στα καζίνο.
Μην χαραμίζεις τον χρόνο σου σε ασήμαντες δραστηριότητες.
2