1. Λέξη
    χαραμίσω (ρήμα) - (παρόμοια: χαραμίζω - χαραμάδα)
  2. Συνώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • αφανίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • φτιάχνω
    • επισκευάζω
    • αποκαθιστώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να μην λειτουργεί πλέον ή να μην υπάρχει.
    • Προκαλώ μεγάλη ζημιά σε κάτι ή κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι βανδάλοι χαράμισαν το πάρκο με τις γκραφίτι τους.
    • Η κακή του συμπεριφορά χαράμισε τη φήμη του.
    2