Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαραμίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
χαραμίζω
-
χαραμάδα
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
αφανίζω
3
Αντώνυμα
φτιάχνω
επισκευάζω
αποκαθιστώ
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να μην λειτουργεί πλέον ή να μην υπάρχει.
Προκαλώ μεγάλη ζημιά σε κάτι ή κάποιον.
2
Παραδείγματα
Οι βανδάλοι χαράμισαν το πάρκο με τις γκραφίτι τους.
Η κακή του συμπεριφορά χαράμισε τη φήμη του.
2