1. Λέξη
    χαριτωμένο (επίθετο) - (παρόμοια: χαριτωμένος - κεχαριτωμένη)
  2. Συνώνυμα
    • γοητευτικό
    • αξιολάτρευτο
    • ευχάριστο
    3
  3. Αντώνυμα
    • άσχημο
    • αποκρουστικό
    • δυσάρεστο
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί συμπάθεια ή ευχαρίστηση λόγω της εμφάνισής του ή της συμπεριφοράς του.
    • Που χαρακτηρίζεται από χάρη και γοητεία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μικρή κοπέλα φορούσε ένα χαριτωμένο φόρεμα.
    • Ο σκύλος τους είναι πολύ χαριτωμένος με τα μεγάλα του μάτια.
    2