Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαριτωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
χαριτωμένο
-
χαραγμένος
-
τσιτωμένος
-
χαμένος
-
χωμένος
-
κεχαριτωμένη
-
ματωμένος
-
φορτωμένος
-
τεντωμένος
-
χαλασμένος
)
Συνώνυμα
γοητευτικός
αξιολάτρευτος
ευγενικός
3
Αντώνυμα
άχαρος
αγενής
άσχημος
3
Ορισμός
Που προκαλεί συμπάθεια ή ευχαρίστηση λόγω της εμφάνισής του ή της συμπεριφοράς του.
Που χαρακτηρίζεται από χάρη και ευκολία.
2
Παραδείγματα
Η μικρή κοπέλα ήταν πολύ χαριτωμένη με το νέο της φόρεμα.
Έκανε μια χαριτωμένη κίνηση που έκανε όλους να γελάσουν.
2