1. Λέξη
    χαϊδεύω (ρήμα) - (παρόμοια: χαιδεύω - χαζεύω)
  2. Συνώνυμα
    • καλύνω
    • θωπεύω
    • φιλάω
    • χαιδεύω
    4
  3. Αντώνυμα
    • πληγώνω
    • τραυματίζω
    • βλάπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Αγγίζω κάποιον ή κάτι με αγάπη και τρυφερότητα, συνήθως με το χέρι.
    • Εκφράζω στοργή ή αγάπη μέσω φυσικής επαφής.
    • Προκαλώ ευχάριστη αίσθηση σε κάποιον με τις πράξεις ή τα λόγια μου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μητέρα χαϊδεύει το παιδί της πριν κοιμηθεί.
    • Ο γάτος μου αρέσει να τον χαϊδεύω πίσω από τα αυτιά.
    • Τα λόγια του την χαϊδέψανε και την έκαναν να νιώσει καλύτερα.
    3