Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χοντρή (επίθετο) - (παρόμοια:
χοντρός
-
χοντρούλης
)
Συνώνυμα
παχιά
στρουμπουλή
παχύσαρκη
3
Αντώνυμα
λεπτή
αδύνατη
συμπαγής
3
Ορισμός
που έχει μεγάλο πάχος ή όγκο
που χαρακτηρίζεται από υπερβολικό βάρος ή μεγάλη μάζα
2
Παραδείγματα
Η χοντρή κλωστή δεν χωράει στη βελόνα.
Η χοντρή γυναίκα φορούσε ένα φόρεμα που της πήγαινε πολύ καλά.
2