Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χοντρούλης (επίθετο) - (παρόμοια:
χοντρή
-
χοντρός
)
Συνώνυμα
χοντροκαμωμένος
στρουμπουλός
παχουλός
3
Αντώνυμα
λεπτός
αδύνατος
αποστεωμένος
3
Ορισμός
που έχει κάποια υπερβολική σωματική πληρότητα
που δείχνει παχύς ή πυκνός
2
Παραδείγματα
Ο μικρός Γιάννης είναι πολύ χοντρούλης για την ηλικία του.
Η γάτα μου είναι λίγο χοντρούλια, αλλά την αγαπάω όπως είναι.
2