1. Λέξη
    χοντρούλης (επίθετο) - (παρόμοια: χοντρή - χοντρός)
  2. Συνώνυμα
    • χοντροκαμωμένος
    • στρουμπουλός
    • παχουλός
    3
  3. Αντώνυμα
    • λεπτός
    • αδύνατος
    • αποστεωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει κάποια υπερβολική σωματική πληρότητα
    • που δείχνει παχύς ή πυκνός
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μικρός Γιάννης είναι πολύ χοντρούλης για την ηλικία του.
    • Η γάτα μου είναι λίγο χοντρούλια, αλλά την αγαπάω όπως είναι.
    2